- πτέρνισμα
- (I)το, Νβλ. φτέρνισμα.————————(II)τὸ, Μ [πτερνίζω]υποσκελισμός, εκτόπισμα με τέχνασμα ή με δόλο, πτερνισμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταπτέρνισμα — καταπτέρνισμα, τὸ (Μ) σπιρούνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πτέρνισμα (< πτερνίζω «κλοτσώ»)] … Dictionary of Greek
φτάρνισμα — και φτέρνισμα και πτάρνισμα και πτέρνισμα, το, Ν [φταρνίζομαι / φτερνίζομαι / πταρνίζομαι / πτερνίζομαι] αντανακλαστικός σπασμός τών αναπνευστικών μυών που προκαλεί βίαιη και ηχηρή εκπνοή … Dictionary of Greek